Τα μεσάνυχτα της 15ης προς τη 16η Οκτωβρίου ένας ενισχυμένος γερμανικός λόχος από επίλεκτους πολεμιστές αποτελούμενος από 142 άντρες αποβιβάζονται στην Οινόη Αττικής (Μάζι) και οδηγούμενοι από κάποιον προδότη ακολουθούν ένα απρόσιτο μονοπάτι για να φτάσουν στην Πύλη νύχτα στη θέση Πόρτες με σκοπό να βρουν τα όπλα που είχαν συγκεντρωθεί εκεί και να τιμωρήσουν Πυλιώτες.
Στις Πόρτες διανυκτερεύουν δύο τσοπανόπουλα από την Πύλη με τα κοπάδια τους. Ο 20χρονος Βαγγέλης Βλάχος και ο συνομήλικός του Ζήσης Λίγγος που γρήγορα αντιλαμβάνονται ότι αυτοί που ανεβαίνουν στην πλαγιά του βουνού είναι Γερμανοί και με ταχύτητα ανέμου τρέχουν για να προλάβουν να ειδοποιήσουν τους συγχωριανούς να φύγουν να σωθούν.
Τα δυο τσοπανόπουλα παίρνουν εντολή να επιστρέψουν για να εξακριβώσουν την ταυτότητα των νυχτερινών επισκεπτών, αλλά σε μικρή απόσταση από το χωριό πέφτουν επάνω στους Γερμανούς και συλλαμβάνονται.
Στην ίδια όμως, περιοχή διανυκτερεύουν κοντά στα κοπάδια τους και άλλα πέντε νεαρά παιδιά, που οι Γερμανοί τα βρίσκουν να κοιμούνται και τα συλλαμβάνουν. Είναι ο 16χρονος Περικλής Στυλιανού Λίγγος, με το μικρότερο αδερφό του Δημήτρη 14 χρονών, ο 16χρονος Γεώργιος Στέφα Μαλιάτσης με το συνομήλικο ξάδερφό του Σωτήρη Ευσταθίου Μαλιάτση, ενώ μαζί τους είναι και ο 12χρονος Δημήτριος Αθανασίου Λίγγος που κι αυτός θα συλληφθεί.
Ταυτόχρονα θα συλληφθεί και ο Επαμεινώνδας Ντάρδας 45 χρόνων περίπου, κτηνοτρόφος από την Πάνακτο, που εντελώς τυχαία περνούσε με το κοπάδι του και σε μικρή απόσταση άλλοι τρεις Πυλιώτες που και αυτοί διανυκτέρευαν εκεί με τα κοπάδια τους. Είναι ο Παύλος Ευσταθίου Μαλιάτσης 29 ετών, ο Αναστάσιος Αθανασίου Τσιρώνης 19 ετών, και ο Κωνσταντίνος Χρήστου Γεώργας 43 ετών, που αντιλαμβάνονται τη σύλληψη των υπόλοιπων παιδιών και με βήματα σταθερά σπεύδουν να απομακρυνθούν προς την Πάνακτο.
Στο μεταξύ, έχει φωτίσει καλά και το χωριό είναι στο πόδι. Άντρες, γυναίκες, παιδιά ακόμα και γέροι ξεχύνονται στους δρόμους. Φεύγουν προς την ανατολική πλευρά του χωριού, ακριβώς αντίθετα από τη δυτική απ’ όπου έρχονται οι Γερμανοί, ενώ όσοι άνδρες κρατούν όπλα θα πιάσουν θέση στον Πύργο, στο λόφο Προφήτη Ηλία.
Μερικοί Πυλιώτες βρίσκουν το κουράγιο να κατευθυνθούν στην «Αποθήκη» εκεί που φυλάσσονται τα όπλα και τα πυρομαχικά. Σπάνε την πόρτα και παίρνουν όσα μπορούν περισσότερα γιατί ξέρουν ότι θα τους χρειαστούν.
Ο κύριος όγκος των Γερμανών δεν απέχει παρά 500 περίπου μέτρα από τα πρώτα σπίτια του χωριού και ολοένα πλησιάζει. Μπροστά από το σχηματισμό, ανθρώπινη ζωντανή ασπίδα, βαδίζουν τα νεαρά Πυλιωτόπουλα. Οι Γερμανοί πιστεύουν ότι οι συγχωριανοί τους δε θα τολμήσουν να πυροβολήσουν από το φόβο ότι θα σκότωναν τα ίδια τα παιδιά τους. Στη θέση Μπουνί θα σταματήσει η φάλαγγα. Μία ομάδα από 15 περίπου Γερμανούς με ένα βαρύ πολυβόλο θα αποτελέσει την πλαγιοφυλακή. Θα ακολουθήσει τη διαδρομή Μάζι – Ραπτόσα – «Γκούρι Στιπίζες» - «Άγιος Θανάσης». Εκεί, σε ένα μικρό λατομείο και ακριβώς απέναντι από τον Πύργο, όπου έχουν πάρει θέσεις μάχης οι Πυλιώτες, θα στήσει το βαρύ πολυβόλο, όμως βάδιζε προς τη συγκεκριμένη θέση, είχε ένα αναπάντεχο συναπάντημα: Στην τοποθεσία «Γκούρι Στιπίζες» έρχεται αντιμέτωπη με έναν 70χρονο Πυλιώτη που ζωσμένος στ’ άρματα κινείται εναντίον τους για να τους φράξει το δρόμο. Είναι ο μπαρμπα – Γιώργης ο Σταμάτης. Λίγα μέτρα ξωπίσω του ένα νεαρό παιδί τον ακολουθεί. Είναι ο Δήμος ο Ραπτοδήμος 17 ετών. Οι Γερμανοί αιφνιδιάζονται καθώς τους βλέπουν να ξεπροβάλλουν μπροστά τους. Γρήγορα όμως συνέρχονται και πριν ο γέρος προλάβει τον ρίχνουν κάτω νεκρό με μία ριπή. Είναι ο πρώτος νεκρός της μάχης ο μπαρμπα – Γιώργης.
Στον Πύργο έχει ξεκινήσει ένα σύντομο πολεμικό συμβούλιο. Παίρνουν μέρος σε αυτό όσοι κρατούν όπλα. Αρχηγός της ένοπλης ομάδας ήταν ο Στέφας Μαλιάτσης, 43 χρόνων, λοχίας της μικρασιατικής εκστρατείας, που κατά τραγική σύμπτωση ο γιος του ο Γιωργής βρίσκεται ανάμεσα στα παιδιά που οι Γερμανοί κρατούν αιχμάλωτα.
Αμίλητοι οι Πυλιώτες περιμένουν την απόφαση του αρχηγού. Και ο παλαίμαχος Στέφας δεν άργησε να την πάρει: «Θα πολεμήσουμε, μωρέ, για να σωθούν οι χωριανοί μας, οι πολλοί». Σκέφτηκε τότε το γιο του κι η καρδιά του έκανε ένα «κρακ». Όμως, ύστερα σκέφτηκε το Χωριό και την Πατρίδα και τους φωνάζει: «Πάμε, παιδιά». Αποφασίζεται τότε η εξουδετέρωση του εχθρικού πολυβολείου που θα την αναλάβουν τρεις ψυχωμένοι Πυλιώτες μαχητές. Ο Γιώργος Ιωάννου Νέος (Γουλιάς) 32 ετών , ο Γιώργος Νικ. Λίγγος 25 χρονών και ο Αναστάσιος Γεωργίου Σταμάτης 45 ετών. Με κυκλωτική κίνηση πλησιάζουν το πολυβολείο των Γερμανών και το ανατινάζουν με ρίψη χειροβομβίδων. Οι Γερμανοί της εμπροσθοφυλακής εξοντώνονται όλοι και μόνο δύο κατορθώνουν να διαφύγουν μέσα από τα σπίτια του χωριού αλλά και αυτοί ύστερα από λίγο θα έχουν την ίδια τύχη. Προηγουμένως, όμως, εκτέλεσαν στην εξώθυρα του σπιτιού του τον ανάπηρο πολέμου Γεώργιο Μελ. Κόλλια.
Οι πυλιώτες μαχητές, κινούνται κατά των υπόλοιπων Γερμανώνμε την κύρια δύναμη να ακολουθεί αντίστροφη διαδρομή από εκείνη που ακολούθησε η γερμανική εμπροσθοφυλακή και καταλαμβάνει το ύψωμα «Μάμι Ραμπτώσα».
Η θέση των Γερμανών χειροτερεύει όταν βρίσκονται ανάμεσα σε δύο πυρά, ενώ σε ενίσχυση τους θα έρθει μικρή ομάδα ενόπλων από τα Σκούρτα με επικεφαλής τον Αθανάσιο Παπαθανασίου (Γιαταγάνα). Η μάχη συνεχίζεται με λύσσα ως τις 4 το απόγευμα οπότε οι 42 Γερμανοί που είχαν απομείνει από τη μάχη παραδίνονται.
Από τους Πυλιώτες σκοτώθηκαν στη μάχη ο Γιώργος Νέος (Γουλιάς) και ο Αλέξανδρος Κώνστας, καθώς και ένας νεαρός αντάρτης (Εκτορας), τραυματίστηκε επίσης έναν Πυλιώτης, ο Παναγής Δημ. Λίγγος και από τα τσοπανόπουλα που κρατούσαν ομήρους οι Γερμανοί βρέθηκαν σκοτωμένοι ο Σωτήρης Ευσ. Μαλιάτσης, ο Γεώργιος Στεφ. Μαλιάτσης, ο Περικλής Στυλ. Λίγγος και ο Βαγγέλης Ηρακλ. Βλάχος και τραυματισμένοι ο Ζήσης Ν. Λίγγος, ο Δημήτρης Αθ. Λίγγος και ο Επαμεινώνδας Ντάρδας ενώ διασώθηκε μόνο ένας, ο Δημήτριος Λίγγος.
Ο Στέφας Μαλιάτσης ψάχνοντας ανάμεσα στα πτώματα βρίσκει τον Γιώργη του. Τον κρατάει στην αγκαλιά του νεκρό πια, απομακρύνεται από τους συντρόφους του που πανηγυρίζουν, τον κλαίει και μονολογεί: «Αγόρι μου, δική μου ήταν η σφαίρα που σε βρήκε ή των Γερμανών;»
Την άλλη μέρα, 17 του Οκτώβρη, ισχυρές γερμανικές δυνάμεις με τεθωρακισμένα και πυροβολικό θα καταλάβουν τις απογευματινές ώρες το χωριό και θα το παραδώσουν στις φλόγες, καταστρέφοντάς το ολοκληρωτικά, ανοίγοντας όμως νέο κύκλο αίματος ανοίγεται. Δολοφονήθηκαν ή αποτεφρώθηκαν μέσα στα σπίτια τους όσοι γέροι ή ασθενείς Πυλιώτες δεν μπόρεσαν να τα εγκαταλείψουν. Ο Νικόλαος Γκέλης 75 ετών, η Ελευθερία Παπαγεωργίου 70 ετών, ο Γεώργιος Παπαθανασίου 70 ετών και η Ασήμω Στυλιανοπούλου 70 ετών.
Έτσι άρχισε και τελείωσε η «Μάχη της Πύλης» στις 16 Οκτώβρη 1943.
Ιωάννης Λίγγος,
Στις Πόρτες διανυκτερεύουν δύο τσοπανόπουλα από την Πύλη με τα κοπάδια τους. Ο 20χρονος Βαγγέλης Βλάχος και ο συνομήλικός του Ζήσης Λίγγος που γρήγορα αντιλαμβάνονται ότι αυτοί που ανεβαίνουν στην πλαγιά του βουνού είναι Γερμανοί και με ταχύτητα ανέμου τρέχουν για να προλάβουν να ειδοποιήσουν τους συγχωριανούς να φύγουν να σωθούν.
Τα δυο τσοπανόπουλα παίρνουν εντολή να επιστρέψουν για να εξακριβώσουν την ταυτότητα των νυχτερινών επισκεπτών, αλλά σε μικρή απόσταση από το χωριό πέφτουν επάνω στους Γερμανούς και συλλαμβάνονται.
Στην ίδια όμως, περιοχή διανυκτερεύουν κοντά στα κοπάδια τους και άλλα πέντε νεαρά παιδιά, που οι Γερμανοί τα βρίσκουν να κοιμούνται και τα συλλαμβάνουν. Είναι ο 16χρονος Περικλής Στυλιανού Λίγγος, με το μικρότερο αδερφό του Δημήτρη 14 χρονών, ο 16χρονος Γεώργιος Στέφα Μαλιάτσης με το συνομήλικο ξάδερφό του Σωτήρη Ευσταθίου Μαλιάτση, ενώ μαζί τους είναι και ο 12χρονος Δημήτριος Αθανασίου Λίγγος που κι αυτός θα συλληφθεί.
Ταυτόχρονα θα συλληφθεί και ο Επαμεινώνδας Ντάρδας 45 χρόνων περίπου, κτηνοτρόφος από την Πάνακτο, που εντελώς τυχαία περνούσε με το κοπάδι του και σε μικρή απόσταση άλλοι τρεις Πυλιώτες που και αυτοί διανυκτέρευαν εκεί με τα κοπάδια τους. Είναι ο Παύλος Ευσταθίου Μαλιάτσης 29 ετών, ο Αναστάσιος Αθανασίου Τσιρώνης 19 ετών, και ο Κωνσταντίνος Χρήστου Γεώργας 43 ετών, που αντιλαμβάνονται τη σύλληψη των υπόλοιπων παιδιών και με βήματα σταθερά σπεύδουν να απομακρυνθούν προς την Πάνακτο.
Στο μεταξύ, έχει φωτίσει καλά και το χωριό είναι στο πόδι. Άντρες, γυναίκες, παιδιά ακόμα και γέροι ξεχύνονται στους δρόμους. Φεύγουν προς την ανατολική πλευρά του χωριού, ακριβώς αντίθετα από τη δυτική απ’ όπου έρχονται οι Γερμανοί, ενώ όσοι άνδρες κρατούν όπλα θα πιάσουν θέση στον Πύργο, στο λόφο Προφήτη Ηλία.
Μερικοί Πυλιώτες βρίσκουν το κουράγιο να κατευθυνθούν στην «Αποθήκη» εκεί που φυλάσσονται τα όπλα και τα πυρομαχικά. Σπάνε την πόρτα και παίρνουν όσα μπορούν περισσότερα γιατί ξέρουν ότι θα τους χρειαστούν.
Ο κύριος όγκος των Γερμανών δεν απέχει παρά 500 περίπου μέτρα από τα πρώτα σπίτια του χωριού και ολοένα πλησιάζει. Μπροστά από το σχηματισμό, ανθρώπινη ζωντανή ασπίδα, βαδίζουν τα νεαρά Πυλιωτόπουλα. Οι Γερμανοί πιστεύουν ότι οι συγχωριανοί τους δε θα τολμήσουν να πυροβολήσουν από το φόβο ότι θα σκότωναν τα ίδια τα παιδιά τους. Στη θέση Μπουνί θα σταματήσει η φάλαγγα. Μία ομάδα από 15 περίπου Γερμανούς με ένα βαρύ πολυβόλο θα αποτελέσει την πλαγιοφυλακή. Θα ακολουθήσει τη διαδρομή Μάζι – Ραπτόσα – «Γκούρι Στιπίζες» - «Άγιος Θανάσης». Εκεί, σε ένα μικρό λατομείο και ακριβώς απέναντι από τον Πύργο, όπου έχουν πάρει θέσεις μάχης οι Πυλιώτες, θα στήσει το βαρύ πολυβόλο, όμως βάδιζε προς τη συγκεκριμένη θέση, είχε ένα αναπάντεχο συναπάντημα: Στην τοποθεσία «Γκούρι Στιπίζες» έρχεται αντιμέτωπη με έναν 70χρονο Πυλιώτη που ζωσμένος στ’ άρματα κινείται εναντίον τους για να τους φράξει το δρόμο. Είναι ο μπαρμπα – Γιώργης ο Σταμάτης. Λίγα μέτρα ξωπίσω του ένα νεαρό παιδί τον ακολουθεί. Είναι ο Δήμος ο Ραπτοδήμος 17 ετών. Οι Γερμανοί αιφνιδιάζονται καθώς τους βλέπουν να ξεπροβάλλουν μπροστά τους. Γρήγορα όμως συνέρχονται και πριν ο γέρος προλάβει τον ρίχνουν κάτω νεκρό με μία ριπή. Είναι ο πρώτος νεκρός της μάχης ο μπαρμπα – Γιώργης.
Στον Πύργο έχει ξεκινήσει ένα σύντομο πολεμικό συμβούλιο. Παίρνουν μέρος σε αυτό όσοι κρατούν όπλα. Αρχηγός της ένοπλης ομάδας ήταν ο Στέφας Μαλιάτσης, 43 χρόνων, λοχίας της μικρασιατικής εκστρατείας, που κατά τραγική σύμπτωση ο γιος του ο Γιωργής βρίσκεται ανάμεσα στα παιδιά που οι Γερμανοί κρατούν αιχμάλωτα.
Αμίλητοι οι Πυλιώτες περιμένουν την απόφαση του αρχηγού. Και ο παλαίμαχος Στέφας δεν άργησε να την πάρει: «Θα πολεμήσουμε, μωρέ, για να σωθούν οι χωριανοί μας, οι πολλοί». Σκέφτηκε τότε το γιο του κι η καρδιά του έκανε ένα «κρακ». Όμως, ύστερα σκέφτηκε το Χωριό και την Πατρίδα και τους φωνάζει: «Πάμε, παιδιά». Αποφασίζεται τότε η εξουδετέρωση του εχθρικού πολυβολείου που θα την αναλάβουν τρεις ψυχωμένοι Πυλιώτες μαχητές. Ο Γιώργος Ιωάννου Νέος (Γουλιάς) 32 ετών , ο Γιώργος Νικ. Λίγγος 25 χρονών και ο Αναστάσιος Γεωργίου Σταμάτης 45 ετών. Με κυκλωτική κίνηση πλησιάζουν το πολυβολείο των Γερμανών και το ανατινάζουν με ρίψη χειροβομβίδων. Οι Γερμανοί της εμπροσθοφυλακής εξοντώνονται όλοι και μόνο δύο κατορθώνουν να διαφύγουν μέσα από τα σπίτια του χωριού αλλά και αυτοί ύστερα από λίγο θα έχουν την ίδια τύχη. Προηγουμένως, όμως, εκτέλεσαν στην εξώθυρα του σπιτιού του τον ανάπηρο πολέμου Γεώργιο Μελ. Κόλλια.
Οι πυλιώτες μαχητές, κινούνται κατά των υπόλοιπων Γερμανώνμε την κύρια δύναμη να ακολουθεί αντίστροφη διαδρομή από εκείνη που ακολούθησε η γερμανική εμπροσθοφυλακή και καταλαμβάνει το ύψωμα «Μάμι Ραμπτώσα».
Η θέση των Γερμανών χειροτερεύει όταν βρίσκονται ανάμεσα σε δύο πυρά, ενώ σε ενίσχυση τους θα έρθει μικρή ομάδα ενόπλων από τα Σκούρτα με επικεφαλής τον Αθανάσιο Παπαθανασίου (Γιαταγάνα). Η μάχη συνεχίζεται με λύσσα ως τις 4 το απόγευμα οπότε οι 42 Γερμανοί που είχαν απομείνει από τη μάχη παραδίνονται.
Από τους Πυλιώτες σκοτώθηκαν στη μάχη ο Γιώργος Νέος (Γουλιάς) και ο Αλέξανδρος Κώνστας, καθώς και ένας νεαρός αντάρτης (Εκτορας), τραυματίστηκε επίσης έναν Πυλιώτης, ο Παναγής Δημ. Λίγγος και από τα τσοπανόπουλα που κρατούσαν ομήρους οι Γερμανοί βρέθηκαν σκοτωμένοι ο Σωτήρης Ευσ. Μαλιάτσης, ο Γεώργιος Στεφ. Μαλιάτσης, ο Περικλής Στυλ. Λίγγος και ο Βαγγέλης Ηρακλ. Βλάχος και τραυματισμένοι ο Ζήσης Ν. Λίγγος, ο Δημήτρης Αθ. Λίγγος και ο Επαμεινώνδας Ντάρδας ενώ διασώθηκε μόνο ένας, ο Δημήτριος Λίγγος.
Ο Στέφας Μαλιάτσης ψάχνοντας ανάμεσα στα πτώματα βρίσκει τον Γιώργη του. Τον κρατάει στην αγκαλιά του νεκρό πια, απομακρύνεται από τους συντρόφους του που πανηγυρίζουν, τον κλαίει και μονολογεί: «Αγόρι μου, δική μου ήταν η σφαίρα που σε βρήκε ή των Γερμανών;»
Την άλλη μέρα, 17 του Οκτώβρη, ισχυρές γερμανικές δυνάμεις με τεθωρακισμένα και πυροβολικό θα καταλάβουν τις απογευματινές ώρες το χωριό και θα το παραδώσουν στις φλόγες, καταστρέφοντάς το ολοκληρωτικά, ανοίγοντας όμως νέο κύκλο αίματος ανοίγεται. Δολοφονήθηκαν ή αποτεφρώθηκαν μέσα στα σπίτια τους όσοι γέροι ή ασθενείς Πυλιώτες δεν μπόρεσαν να τα εγκαταλείψουν. Ο Νικόλαος Γκέλης 75 ετών, η Ελευθερία Παπαγεωργίου 70 ετών, ο Γεώργιος Παπαθανασίου 70 ετών και η Ασήμω Στυλιανοπούλου 70 ετών.
Έτσι άρχισε και τελείωσε η «Μάχη της Πύλης» στις 16 Οκτώβρη 1943.
Ιωάννης Λίγγος,
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου